Είναι αυτή η ιστορία ενός ονόματος ή ενός προσώπου; Θα σας αφήσω να επιλέξετε…
1942 και τα πλακόστρωτα δρομάκια των Αγίων Δέκα είναι σκληρά για τα γυμνά πόδια του αγοριού. Από τις συκιές έχουν μαζευτεί όλα τα σύκα, τα τελευταία δαμάσκηνα έχουν χρησιμοποιηθεί για μαρμελάδα και τα βατόμουρα έχουν ήδη ξεραθεί. Τρόφιμα δεν υπάρχουν ούτε για δείγμα.
Στην άκρη του χωριού, το αγόρι σταμάτησε να δει για ακόμη μια φορά την υπέροχη θέα. Οι Άγιοι Δέκα βρίσκονται στην κορυφή του μικρού βουνού με θέα ολόκληρη τη βορειοανατολική ακτή της Κέρκυρας, οπότε είχαν μια θέα για την οποία το αγόρι πήγαινε εκεί συχνά. Τα κυπαρίσσια πλαισίωναν τους λόφους, ξεπηδώντας από το πράσινο δάσος που κυλούσε ως την ακτή. Η αστραφτερή θάλασσα συναντούσε το νησί σαν ένα απαλό χάδι, κυμάτιζε από ευχαρίστηση και λικνιζόταν μπρος-πίσω στο φως του ήλιου.
Η πόλη της Κέρκυρας – η μεγάλη πόλη, με τα καμπαναριά και τις εκκλησίες – ήταν εκεί πέρα. Ήταν ένα παράξενο μέρος. Το αγόρι και η μητέρα του πήγαιναν συχνά εκεί για να πουλήσουν τα ζαρζαβατικά από τον κήπο. Περπατούσαν με γυμνά πόδια τα 12 χιλιόμετρα από το χωριό μέχρι την πόλη, χωρίς παπούτσια, και μετά, στο τέλος της ημέρας, επέστρεφαν στο σπίτι τους με ό,τι είχε περισσέψει.
Το αγόρι μπορεί να ήταν νεαρό , αλλά ακόμη και εκείνος είχε παρατηρήσει ότι στην πόλη της Κέρκυρας όλοι φορούσαν παπούτσια.
Τα χρήματα που έβγαζαν από τα ζαρζαβατικά δεν ήταν όμως για παπούτσια. Ήταν για την επιβίωση. Το αγόρι δεν ήταν το μοναδικό παιδί της οικογένειας. Είχε τρία αδέλφια: δύο αδελφές και έναν αδελφό. Και τα δύο αυτά κορίτσια έπρεπε να προικιστούν προκειμένου να βρουν έναν αξιοπρεπή σύζυγο. Για να μην αναφέρουμε ότι η μία είχε αρρωστήσει με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κάνει παιδιά. Σε ένα χωριό για να παντρευτεί, θα χρειαζόταν ακόμα μεγαλύτερη προίκα.
Οπότε όχι. Δεν περίσσευαν χρήματα για παπούτσια. Ήταν ο μεγαλύτερος ούτως ή άλλως. Ήταν αρκετά μεγάλος και σκληρός για να μη χρειάζεται παπούτσια. Έπρεπε να συντηρήσει την οικογένεια, να φροντίζει τα αδέλφια του, να προσέχει τη μητέρα του όσο ο πατέρας του έλειπε.
Μιλώντας για τον πατέρα ήταν το θέμα συζήτησης στο χωριό. Ήταν φούρναρης και τα μουστοκούλουρα του ήταν τα νοστιμότερα στους Αγίους Δέκα. Τα πουλούσε κατά τη διάρκεια της ημέρας και ταξίδευε στα χωριά της περιοχής σε γιορτές και πανηγύρια για το μεροκάματο. Αλλά παρόλο που ήταν τα καλύτερα μουστοκούλουρα στην Κέρκυρα, πόσα μουστοκούλουρα να μπορεί ένα άτομο να πουλήσει σε μία μέρα; Και ένας χωρικός πόσα χρήματα να μπορεί να ξοδέψει για να αγοράσει μπισκότα; Και όλα αυτά πριν ξεσπάσει ο πόλεμος.
Αλλά ας επανέλθουμε στο αγόρι – ή στο Χρυσό Αγόρι, όπως πολλοί τον έλεγαν. Το στομάχι του άδειο, τα πόδια του σκληρά και η χώρα του στο χείλος του πολέμου, αλλά το μυαλό του ήταν αλλού. Στα κορίτσια, φυσικά. Βλέπετε, δεν ήταν απλά ένα τέλειο αγόρι για την οικογένεια μόνο. Ήταν δημοφιλής και στα παιδιά της ηλικίας του. Τον θαύμαζαν. Ήταν ένας αυθεντικός ηγέτης, με δημιουργικές ιδέες, ευστροφία και μια φαινομενικά ανεξάντλητη ενέργεια.
Όταν οι Ιταλοί εισέβαλαν στην Ελλαδα κηρύσσοντας τον πόλεμο, αξιοποίησε αυτή την ‘πλεονάζουσα’ ενέργεια.
Βλέπετε, οι Ιταλοί πρώτα αποβιβάστηκαν στην Κέρκυρα με πλοία κάτω από το χωριό των Αγίων Δέκα. Το αγόρι ήταν ίσως νεαρό για να καταλάβει ποιοι ήταν ή γιατί είχαν έρθει, αλλά σίγουρα δεν ήταν χαζό. Οι Ιταλοί έφεραν άλογα, τα άλογα είχαν σιτάρι, και το σιτάρι ήταν το ίδιο σιτάρι που χρησιμοποιούσε η μητέρα του για να φτιάχνει ψωμί – εκείνο το ζεστό φρέσκο ψωμί που μυρίζει τέλεια και είναι και νόστιμο.
Έτσι, όταν το αγόρι, από το συνηθισμένο του σημείο, είδε τα πλοία και την αποβίβαση τόσο κοντά, σκαρφίστηκε αμέσως ένα σχέδιο. Προφανώς έπρεπε να είναι προσεκτικός. Αυτοί ήταν οπλισμένοι στρατιώτες και είχαν και κάθε είδους όπλα . Θα τον σκότωναν άραγε αν τον έβλεπαν; Θα τον βασάνιζαν ή θα τον αιχμαλώτιζαν ; Όλα ήταν πιθανά.
“Μην πλησιάσεις τους στρατιώτες”, του είχε πει η μητέρα του. “Όσο πιο μακριά παραμείνεις , τόσο το καλύτερο”.
Δεν ήταν εξάλλου η μόνη που τον είχε προειδοποιήσει. Φαίνεται ότι το μισό χωριό του είχε πει το ίδιο. Όλες αυτές οι καθημερινές προειδοποιήσεις, κατέληγαν σε ένα απολύτως σαφές συμπέρασμα: Στρατιώτες = Κακό.
Αλλά ήταν τόσο, μα τόσο περίεργος. Μπορούσε σχεδόν να μυρίσει το φρεσκοψημένο ψωμί με το άρωμα του να πλανιέται γύρω στο σπίτι. Μπορούσε να νιώσει την ευχαρίστηση του να κόψει ένα κομμάτι μαλακό και αφράτο με την ψίχα να αχνίζει. Όλη η οικογένεια θα ήταν ευτυχισμένη και χορτάτη.
Επίσης, ήθελε να δει και αυτούς τους στρατιώτες από κοντά. Ήταν κάτι το καινούργιο, το συναρπαστικό. Είχαν όπλα. Ήταν όμως αρκετά γρήγορος και έξυπνος για να μην τον δουν. Δεν ήταν άδικα ο μόνιμος ατρόμητος των Αγίων Δέκα! Τα παιδιά τον θαύμαζαν – δεν γινόταν να τους απογοητεύσει τώρα. Αυτός θα έβρισκε αρκετό σιτάρι για όλους!
Έτσι ο κύβος ερρίφθη: alea iacta est.
Μέσα στη νύχτα, ένα τρομαγμένο χλιμίντρισμα ξεσήκωσε τους Ιταλούς στρατιώτες από τα αυτοσχέδια κρεβάτια τους. Μια σκιά φάνηκε να τρέχει έτρεχε μέσα στο δάσος, κουβαλώντας κάτι …
Μήπως ήταν ενέδρα;
Ένας στρατιώτης πήγε να ακολουθήσει, αλλά σταμάτησε. Το δάσος ήταν σκοτεινό – και βρισκόντουσαν σε μία άγνωστη χώρα . Αν οι ντόπιοι τους παρέσυραν στους λόφους , θα μπορούσαν να τους σκοτώσουν έναν προς έναν.
Το άλογο χλιμίντρισε ξανά, σπρώχνοντας το σημείο όπου βρισκόταν η τροφή του. Συνειδητοποιώντας ότι το σιτάρι είχε εξαφανιστεί, οι στρατιώτες χαλάρωσαν και επέστρεψαν στον αλαφροΐσκιωτο ύπνο τους.
Πίσω στους Αγίους Δέκα, υπήρχε ψωμί για όλους. Παρόλο που η μητέρα τον είχε προειδοποιήσει να μην πάει κοντά στους στρατώνες, δεν μπορούσε παρά να είναι περήφανη. Όλη η οικογένεια πήγε για ύπνο με γεμάτο στομάχι, και η φαντασία του αγοριού άρχισε να καταστρώνει μελλοντικές επιδρομές.
Είχε την ελπίδα ότι οι στρατιώτες θα έμεναν περισσότερο και θα φέρναν κι’ άλλο σιτάρι, και τότε το αγόρι θα μπορούσε να κατέβει να το ξανακλέψει. Τα πράγματα είχαν αρχίσει επιτέλους να βελτιώνονται δραστικά.
Τότε ήταν που οι στρατιώτες επισκέφθηκαν το χωριό. Το επόμενο πρωί, ήρθαν με τα όπλα τους. Άραγε έψαχναν κάποιον; Ήξεραν μήπως ότι ο ένοχος ήταν από τους Αγίους Δέκα; Μπορούσαν να αναγνωρίσουν το ψωμί;
Ξαφνικά, το όλο θέμα έμοιαζε με κακή ιδέα. Οι ντόπιοι τρομοκρατήθηκαν. Ακόμα και οι μεγαλύτεροι άντρες του χωριού δείλιασαν μπροστά τους. Έμοιαζαν όμως με Έλληνες – ίσως από άλλο χωριό. Και είχαν όλοι παπούτσια. Ήταν τρομακτικοί αλλά και προσιτοί ταυτόχρονα.
Οι στρατιώτες δεν έκαναν ερωτήσεις για το σιτάρι. Ή αν ρωτούσαν, κανείς δεν μπορούσε να τους καταλάβει. Μιλούσαν σε μια τραγουδιστή γλώσσα που κανείς καταλάβαινε. Καθώς οι στρατιώτες κοίταξαν προς τα εκεί που κοιτούσε το αγόρι, βλέποντας το ίδιο δάσος να γέρνει προς την αστραφτερή θάλασσα, μια ιταλική φράση που έλεγαν και ξανάλεγαν έμεινε στο μυαλό του: “Che bella vista!”
Τους επόμενους μήνες, οι στρατιώτες συνέχισαν να ανεβαίνουν τακτικά στο χωριό. Έψαχναν άραγε για ανθρώπινη επαφή κατά τη διάρκεια των φρικαλεοτήτων του πολέμου; Θα πρέπει μάλλον να παρατήρησαν ότι οι Κερκυραίοι θα μπορούσαν να είναι Ιταλοί – ίσως και να τους θύμιζαν τα δικά τους μικρά χωριά κάπου στην Ιταλία… τους δικούς τους ανθρώπους και τις οικογένειες που είχαν αφήσει πίσω…
Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, το τέλειο Αγόρι έμαθε γρήγορα τη τραγουδιστή γλώσσα . Κατάφερε μάλιστα και έγινε ο μεταφραστής τους. Άδραξε την ευκαιρία να ανταλλάξει τα ζαρζαβατικά του κήπου του με σιτηρά. Δεν έκανε όμως εμπόριο μόνο για τον εαυτό του. Έκανε εμπόριο και για λογαριασμό των συγχωριανών του.
Οι Ιταλοί είχαν επίσης κάτι άλλο. Κάτι που το αγόρι δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του : μια φωτογραφική μηχανή. Μια μέρα, κάπου στους Αγίους Δέκα, ένας από τους στρατιώτες ζήτησε από το αγόρι να μείνει ακίνητο. Τον αγκάλιασαν. Το αγόρι δεν καταλάβαινε τι έκαναν, αλλά υπάκουσε. Μετά από ένα δυνατό κλικ και έναν τρανταχτό θόρυβο, ο στρατιώτης με τη φωτογραφική μηχανή έδωσε στο αγόρι μια φωτογραφία.
“Ανάμνηση,” του είπε.
Πιθανότατα έχετε μαντέψει ποιο είναι το αγόρι, ειδικά αν έχετε διαβάσει τις άλλες ιστορίες του Bella Vista . Πονάει αλλά είναι και ηθική ικανοποίηση το πόσα χρόνια μπορούν να περάσουν πριν τελικά αποκτήσουμε επίγνωση και ενσυναίσθηση για το τι συνέβη, αλλά και γιατί σε εκείνους που αγαπάμε.
Δεν ξέχασε ποτέ την Ιταλική γλώσσα, ούτε τους Ιταλούς φίλους του και κράτησε αυτή την ιστορία βαθιά στην ψυχή για το υπόλοιπο της ζωής του. Μιλούσε πάντα με αγάπη και γελούσε όταν διηγούνταν την ιστορία ή μιλούσε για την Ιταλία και τους ανθρώπους της. Και ποτέ δεν ξέχασε την κοινή τους φράση, “Che bella vista!”